- κατελπισμός
- κατελπισμός, ὁ (Α) [κατελπίζω]βάσιμη ελπίδα («τηλικοῡτον γὰρ προενεβεβλήκει κατελπισμὸν τοῑς ὄχλοις», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατελπισμόν — κατελπισμός confident hope masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)